δημιουργική … γραφή

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Επιτάφιος

Το Μάιο του 1936, την περίοδο της δικτατορικής κυβέρνησης Μεταξά, η μεγάλη απεργία των καπνεργατών και άλλων εργατικών συνδικάτων στη Θεσ/κη σημαδεύεται από θύματα, ανάμεσα στα οποία είναι κι ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Η δημοσίευση της φωτογραφίας της μητέρας του που τον θρηνεί την επόμενη μέρα στην εφημερίδα δίνει στο Γ. Ρίτσο την αφορμή να συνθέσει τα είκοσι ποιήματα που εκδίδονται με τον τίτλο Επιτάφιος. Για τα γεγονότα της περιόδου μπορείτε να παρακολουθήσετε το αφιέρωμα της εκπομπής Μαρτυρίες, από το αρχείο της ΕΡΤ.






Ο Επιτάφιος σηματοδοτεί το νέο ύφος του Ρίτσου με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός και θεωρείται ως έργο τομή για την ποίηση της δεκαετίας του '30, στο βαθμό που συντελεί στο πέρασμα από τον "καρυωτακισμό" και αλλάζει τη θέση του ποιητή, ο οποίος, από ευαίσθητο παρατηρητή του κοινωνικού χώρου, μεταβάλλεται σε συμμέτοχο που λαμβάνει θέση στο κέντρο των γεγονότων που διηγείται.

Το 1956 ο Ρίτσος στέλνει το έργο του αυτό στο Μ. Θεοδωράκη, ο οποίος βρίσκεται εκείνη την περίοδο στο Παρίσι με την αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός». Η μελοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του έργου γίνεται μια βροχερή μέρα, μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του συνθέτη. Ενώ περιμένει τη γυναίκα του να τελειώσει τα ψώνια της σημειώνει στα περιθώρια του βιβλίου τις μελωδίες του και το ίδιο κιόλας βράδυ σε συνάντηση με φίλους στο σπίτι του παίζει τα κομμάτια για να εισπράξει την πρώτη θετική αντίδραση των καλεσμένων του.

Ο μελοποιημένος Επιτάφιος κυκλοφορεί το 1960 σε δύο εκδόσεις. Η πρώτη σε διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη και η δεύτερη σε διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτές τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Καίτη Θύμη και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη-που πυροδότησε ποικίλες και όχι τόσο κολακευτικές αντιδράσεις την εποχή εκείνη. Το 1963 κυκλοφόρησε και τρίτη έκδοση με τους Θεοδωράκη - Χιώτη και ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα.

Το έργο αυτό θεωρείται πως άνοιξε το δρόμο στη μελοποιημένη ποίηση.

Περιεχόμενα

  1. Πού πέταξε τ' αγόρι μου
  2. Χείλι μου μοσκομύριστο
  3. Μέρα μαγιού μού μίσεψες
  4. Βασίλεψες αστέρι μου
  5. Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
  6. Στο παραθύρι στέκοσουν
  7. Νά 'χα τ' αθάνατο νερό
  8. Γλυκιέ μου εσύ δεν χάθηκες
  9. Έτσι σαν έριξα


Πού πέταξε τ' αγόρι μου
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Καίτη Θύμη

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.

Πού πέταξε τ' αγόρι μου
πού πήγε, πού μ' αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς
τα που πικρά σου λέω.

Χείλι μου μοσκομύριστο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Καίτη Θύμη

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους
τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα
και πλάι σου ξαγρυπνούσα.

Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο
και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου
κούρνιαζε αναπαμένο.

Μάτια γλαρά που μέσα τους
αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού και πάσκιζα
μην τα θαμπώσει δάκρυ.

Χείλι μου μοσκομύριστο
που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα
κι αηδόνια φτερουγίζαν.


(Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά
φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε
κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας.

Μπούτια γερά σαν πέρδικες
κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν
το δείλι απ' τα μπαλκόνια.

Και γώ, μη μου βασκάνουνε,
λεβέντη μου τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό
με τη γαλάζια χάντρα.

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο
κ' ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη
πως μπόραε να σε χάσω;)

Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση
δεν έχουν μελοποιηθεί.


Μέρα μαγιού μού μίσεψες
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Νανά Μούσχουρη

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα 'ν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

Βασίλεψες αστέρι μου
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Νανά Μούσχουρη
Άλλες ερμηνείες: Γρηγόρης Μπιθικώτσης || Μαίρη Λίντα || Μαρία Σουλτάτου

Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.

Την άχνα απ' την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ' αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Νανά Μούσχουρη

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σα χρυσάφι.

Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;

(Πώς θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μού κρύβει.

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δε μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και νάμαι μπρος στην κρήνη.)

Στο παραθύρι στέκοσουν
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Καίτη Θύμη
Άλλες ερμηνείες: Μαρία Φαραντούρη || Νένα Βενετσάνου

Στο παραθύρι στέκοσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ' αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ' αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ' άστρα ανθίζαν φως μου.

Κι ως στέκοσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν' ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιο και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ' αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.

Να 'χα τ' αθάνατο νερό
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Να 'χα τ' αθάνατο νερό
ψυχή καινούργια να 'χα
να σού 'δινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα

Να δεις, να πεις, να το χαρείς
ακέραιο τ' όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο
κοντά σου, στο πλευρό σου

Βροντάνε στράτες κι αγορές
μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάμε οι κορασιές
Λουλούδια στα μαλάκια

Με τα χεράκια σου τα δυο
τα χιλιοχαϊδεμένα
όλη τη γης αγκάλιαζα
κι όλα ήτανε για μένα

Γλυκιέ μου εσύ δε χάθηκες
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Νανά Μούσχουρη

Γιε μου ποια μοίρα στο ’γραφε, ωιμέ
και ποια μου το’ χε γράψει.
Τέτοιον καημό τέτοια φωτιά, καημέ
στα στήθια μου ν’ ανάψει.

Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, ωιμέ,
μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών
καημέ έμπα βαθιά και ζήσε.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Ρωμιοσύνη

Το 1966 ο Μ. Θεοδωράκης μελοποίησε τη Ρωμιοσύνη, έργο του 1954, και δημιούργησε ένα δίσκο σύμβολο που προσπάθησε να αποδώσει το χαρακτήρα αυτού που θα αποκαλούσαμε ελληνική ψυχή. Τα τραγούδια του δίσκου αποδόθηκαν από τη φωνή του Γρ. Μπιθικώτση.

Κι αυτός ο δίσκος έχει πίσω του μια μικρή ιστορία: Ο Ρίτσος είχε διαλέξει κάποια ποιήματά του και τα είχε δώσει σε γυναίκες πολιτικών κρατουμένων, οι οποίες με τη σειρά τους τα πήγαν στον Θεοδωράκη. Ωστόσο, εκείνος δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία κι έμειναν για καιρό στην αφάνεια μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων του 1966. Τότε ο συνθέτης ως βουλευτής της ΕΔΑ είχε παραστεί στην κατάδυση του Τιμίου Σταυρού στον Πειραιά, όπου έγιναν μεγάλα επεισόδια και ο ίδιος χτυπήθηκε βάναυσα.

Σε κακή κατάσταση επέστρεψε στο σπίτι του και για να αποφύγει τους δικούς του που σίγουρα θα τρόμαζαν βλέποντάς τον γεμάτο λάσπες κι αίματα, κάθισε στο πιάνο. Εκεί πάνω βρίσκονταν τα χαρτιά με τα ποιήματα της «Ρωμιοσύνης» που για καιρό ήταν χαμένα. Με την πρώτη ανάγνωση του «Αυτά τα δέντρα», άρχισε αμέσως να συνθέτει το έργο και το τελείωσε επί τόπου, λίγη ώρα αργότερα.

Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο θέατρο «Κεντρικόν» λίγο πριν το Πάσχα του 1966 και η υποδοχή τόσο από το κοινό όσο και από τον ίδιο τον ποιητή ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιώδης. "Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα (εννοεί το Γ. Ρίτσο) τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο "Κεντρικό", που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη "Ρωμιοσύνη" θυμάται αργότερα ο συνθέτης. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε και ο δίσκος. Μετά τη μεταπολίτευση επανακυκλοφόρησε -υπήρξε απαγόρευση των έργων του Θεοδωράκη κατά τα χρόνια της δικτατορίας- και έγινε χρυσός σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Περιεχόμενα

1. Αυτά τα δέντρα
2. Όλοι διψάνε
3. Όταν σφίγγουν το χέρι
4. Τόσα χρόνια
5. Μπήκαν στα σίδερα
6. Δέντρο το δέντρο
7. Ποιος να το πει
8. Θα σημάνουν οι καμπάνες
9. Τραβήξανε ψηλά

Αυτά τα δέντρα
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Όλοι διψάνε
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια.
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ' τ' άγρια γένια τους

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Τόσα χρόνια
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.

Μπήκαν στα σίδερα
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους

στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Δέντρο το δέντρο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Δέντρο το δέντρο,
πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια

Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Ποιος να το πει
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Και τώρα πώς κλειδώσανε
την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
Πώς λίγνεψε το φως
πάνω στις στέγες και στα δέντρα.

Ποιος να το πει
πως βρίσκονται οι μισοί
κάτο απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί, κ' οι άλλοι μισοί
για άλλοι μισοί στα σίδερα

Θα σημάνουν οι καμπάνες
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ' τα σίδερα και κείνοι μεσ' το χώμα.

Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ' το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

Τραβήξανε ψηλά

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας


Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά
Δύσκολο και να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους

Μέσα στ' αλώνια που δειπνήσαν
μια βραδιά τα παλικάρια
Μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.

Μένουν τα κυπαρίσσια μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας


Ακολουθεί το ποιητικό κείμενο της Ρωμιοσύνης στο σύνολό του

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Ι
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

II
Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Aλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο απ' τον καημό της δύσης.

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες
απάνου στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρει το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
μέσα στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.

III
Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας -
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε πάντα στη ράχη,
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.

Όταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.

Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.

Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάσαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

IV
Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

V
Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε τη σημαία.

Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου.
Tίποτ' άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.

Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ
κ' είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.

Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα;
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς
σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι;
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;

Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια
ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ' τη θάλασσα,
δεν ξεχνάνε, ποτέ δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μια μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο
ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.

Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε.
Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.

Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει.
Kαμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;

Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ' άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει
μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρεχει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.

Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Kαλησπέρα.

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Μένουν ολόγυρα τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.

Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους
που ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.

K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.

K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.

VI
Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας
λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύδια μπρος στις πόρτες.

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.

Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.

Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την αστρομαντινάδα της στη λύρα.

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια καθόλου τόπο
για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.

Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο πέλαγο
κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος
και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος στην πύλη.

Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.
Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.

Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν το κάστρο.
Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι, δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού
σού λέει την ομορφιά του κόσμου.

Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.

Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.

Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου -

θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο
τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού σπιτιού σου.

VII
Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.

Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφήγκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμίλητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μουριάς που την ξεραίνει η κάψα.

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρωτοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.

Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
μια στρογγυλή φωνή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
κι ο ουρανός ξεπλένει με λουλάκι τα λιθάρια και τα μάτια μας.

Την πάσα νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα
να βρει το γιο του απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρει. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα φυλαχτό με τίμιο ξύλο. Ένα τσιγάρο στραπατσαρισμένο.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά.
Kουρντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους
και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα
έτσι που μένει το ποτάμι ανάμεσα στις ροδοδάφνες
έτσι που παει το μονοπάτι ανάμεσα στις λεμονιές στο έμπα της άνοιξης,
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπάω.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του,
γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.

Kαι να την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια στεναχώρια,
τα φύκια, η γλάστρα, το σκαμνί κ' η πέτρινη ανεμόσκαλα τού λένε καλησπέρα
και τα βουνά κ' οι θάλασσες κ ' οι πολιτείες κι ο ουρανός τού λένε καλησπέρα
και τότε τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' του μπαλκονιού τα κάγκελα
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του.


Ο ποιητής απαγγέλει απόσπασμα από τη Ρωμιοσύνη











Η κυρά των αμπελιών

Ένα ακόμη μεγάλο έργο του Γ. Ρίτσου μελοποιημένο από τον Γ. Κοτσώνη: Η κυρά των αμπελιών.

Περιεχόμενα

1. ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΜΕΝΟΣ
2. ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ - ΚΡΥΣΤΑΛΗ Σ. / ΚΑΜΕΝΟΣ Κ.
3. ΑΧ ΣΥΓΝΕΦΑΚΙ - ΒΙΤΑΛΗ Ε. / ΚΑΜΕΝΟΣ Κ.
4. ΜΗΛΙΤΣΑ - ΚΡΥΣΤΑΛΗ Σ. / ΚΑΜΕΝΟΣ Κ.
5. Ο ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ - ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ
6. ΟΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑΣ - ΚΡΥΣΤΑΛΗ Σ. / ΚΑΜΕΝΟΣ Κ.
7. ΜΙΛΙΑ ΜΙΛΙΑ
8. ΟΙ ΣΙΔΕΡΟΦΡΑΧΤΟΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΜΕΝΟΣ
9. ΜΗΔ' Ο ΣΤΕΡΝΟΣ ΚΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΜΕΝΟΣ
10. ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΚΡΥΣΤΑΛΗ Σ. / ΚΑΜΕΝΟΣ Κ.
11. ΝΑΤΗ Η ΑΥΓΗ - ΚΡΥΣΤΑΛΗ Σ. / ΚΑΜΕΝΟΣ Κ.



Κι εσύ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες
γιομίζεις τα σταφύλια σου μ’ αίμα και δυναμίτη
στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του Χάρου...

18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

Το έργο του ποιητή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 1973, Επιτομή (Κέδρος, 1977) που γράφηκε κατά την εξορία του στη Λέρο μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη κατά την περίοδο 1971- 1973 στο Παρίσι και τον Ιανουαρίου 1973 παρουσιάστηκε σε συναυλία στο Albert Hall με τραγουδιστές τους: Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου, Αχιλλέα Κωστούλη και τον ίδιο το συνθέτη και την ίδια χρονιά πρωτοηχογραφήθηκε σε δίσκο στο Παρίσι με τους ίδιους τραγουδιστές.

Παράλληλα ηχογραφείται κρυφά -γιατί ακόμη στη χώρα υπάρχει δικτατορία-και στην Ελλάδα με το Γ. Νταλάρα και την Α. Βίσση και αργότερα ξανακυκλοφορεί και δεύτερη έκδοση στη οποία τραγουδούν οι Μ.Φαραντούρη, Π. Πανδής, Α. Μάνου και Α. Κωστούλης και τρίτη με τους Μ.Δημητριάδη, Ε.Βιτάλη, Κ.Καμένο, Σ.Πασπαράκη και Σ.Κρυστάλη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει δηλώσει σχετικά με αυτόν τον δίσκο στο ένθετο της κασετίνας "Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη":

" Νομίζω ότι στα μέσα του 1973 ήρθε ο Γιώργος Νταλάρας στο Παρίσι μαζί με τον Αχιλλέα Θεοφίλου. Θυμάμαι μια ολόκληρη μέρα που τους έπαιζα και τραγουδούσα τα νέα μου τραγούδια και ανάμεσά τους τα Λιανοτράγουδα. Τότε τα πρωτάκουσε και μαζί με την εταιρεία αποφάσισαν να τα κυκλοφορήσουν παρά την απαγόρευση. Πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ξέσπασαν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, οπότε η απαγόρευση της μουσικής μου από τη Χούντα, που ίσχυε πάντα, έγινε ακόμα πιο αυστηρή. Ήταν ένα τόλμημα να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν αυτό το έργο κάτω από τη μύτη της σπαρασσόμενης Χούντας. Γι' αυτό κι εγώ, εξόριστος ακόμα, υποδέχθηκα αυτή την πράξη με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Το ίδιο εξακολουθώ να αισθάνομαι και σήμερα. Τους ευχαριστώ"

Περιεχόμενα


1. ΑΝΑΒΑΦΤΙΣΗ
2. ΚΟΥΒΕΝΤΑ Μ' ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
3. ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ
4. ΛΑΟΣ
5. ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
6. ΑΥΓΗ
7. ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ
8. ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΡΑ
9. ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ
10. ΤΟ ΝΕΡΟ
11. ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ
12. ΛΙΓΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
13. Τ' ΑΣΠΡΟ ΞΩΚΚΛΗΣΙ
14. ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
15. ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΣ
16. ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ
17. Ο ΤΑΜΕΝΟΣ
18. ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ


Αναβάφτιση
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Άλλες ερμηνείες: Αχιλλέας Κωστούλης


Λόγια φτωχά βαφτίζονται
στην πίκρα και στο κλάιμα
βγάζουν φτερά και πέτονται
πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός
της λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά
και σκίζει τους αγέρες

Κουβέντα μ' ένα λουλούδι
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Άλλες ερμηνείες: Μαρία Φαραντούρη


Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα

Καρτέρεμα
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Άλλες ερμηνείες: Μαρία Φαραντούρη


Έτσι με το καρτέρεμα
μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε
και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα
κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ"
και βγαίνει φύλλο λεύκας

Λαός
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια


Μνημόσυνο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς
στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά
μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά
και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά
τηρά κι αναστενάζει

Αυγή
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Λιόχαρη μεγαλόχαρη
της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί
να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό
και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά
στ' ανώφλι της πατρίδας

Δε φτάνει
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Σεμνός και λιγομίλητος
εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε
κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή
δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό
του πρέπει καριοφίλι

Πράσινη μέρα
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Πράσινη μέρα λιόβολη
καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα
μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά
κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό γιαλό
βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

Συλλείτουργο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά
πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε
με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά
στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά
διαβάζει το βαγγέλιο

Το νερό
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Του βράχου λιγοστό νερό
απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού
τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά
και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά
τη φτωχομάνα Ελλάδα


Το κυκλάμινο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Μικρό πουλί τριανταφυλλί
δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του
στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά
θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις
θ' αρχίσεις το τραγούδι

Λιγνά κορίτσια
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Άννα Βίσση


Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ -το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

Τ' άσπρο ξωκλήσι

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά
κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό
στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά
στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς
για του Αη Λαού τη σκόλη

Επιτύμβιο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Το παλικάρι που 'πεσε
με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή
σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός
κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς
και τους χρυσούς αγγέλους

Εδώ το φως
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ' αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε

Το χτίσιμο
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί
τις πόρτες ποιος θα βάλει
που ‘ναι τα χέρια λιγοστά
κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά
τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς
βοηθάν κι οι αποθαμένοι

Ο ταμένος
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά
σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός
μαζί με τους νεκρούς του

Και απα στην πέτρα της σιωπής
τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος
της λευτεριάς ταμένος

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο

Νάτη πετιέται από 'ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου




ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ


Στα πλαίσια της προετοιμασίας του αφιερώματος στο Γ. Ρίτσο, ακολουθούν οι στίχοι από το έργο του ποιητή Καπνισμένο Τσουκάλι, το οποίο μελοποίησε ο Χ. Λεοντής και κυκλοφόρησε από την Columbia το 1975. Στο δίσκο τραγουδούν οι Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου, Β. Μπαρνής -σε κάποια σημείο απαγγέλλει και ο ίδιος ο ποιητής- ενώ την παραγωγή έχει κάνει ο Γ. Μακράκης. Ιδιαίτερα προσεγμένη δουλειά, με το εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον ίδιο το Γ. Ρίτσο.

Τα τραγούδια του δίσκου

1. Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος (Τ. Τσανακλίδου)
2. Αυτά τα κόκκινα σημάδια (Ν. Ξυλούρης)
3. Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν (Ν. Ξυλούρης)
4. Ξέρουμε (Τ. Τσανακλίδου)
5. Κι όχι να πείτε (Ν. Ξυλούρης)
6. Κι έρχομαι μοναχά να σ' αγκαλιάσω (Τ. Τσανακλίδου)
7. Τούτες τις μέρες (Ν. Ξυλούρης)
8. Αυτοί που περιμένουν (Ν. Ξυλούρης)
9. Λοιπόν παιδιά μου (Τ. Τσανακλίδου-Β. Μπαρνής)
10. Εδώ είναι ένα φως αδερφικό (Ν. Ξυλούρης)
11. Έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ (Ν. Ξυλούρης)
12. Και να αδερφέ μου (Ν. Ξυλούρης)


Στο βίντεο που ακολουθεί παρουσιάζονται τμήματα από τα κομμάτια του δίσκου, με τα πιο αντιπροσωπευτικά σημεία των τραγουδιών του.




Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Τάνια Τσανακλίδου


Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ!
Πολύ μακρύς αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια.
Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος
κουνούσε το κεφάλι του
λέγοντας "πέρασε η ώρα"
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου
σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι
στους τοίχους των φυλακών,
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων.
Μια καρδιά, ένα τόξο,
ένα καράβι που ‘σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που ‘μειναν στη μέση
για να τους τελειώσουμε,
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν
για να μην τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ,
δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος.
Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου,
και μετράς το σφυγμό του,
πάνω σε τούτο το σημάδι
που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός.
Σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός.
Σίγουρος δρόμος.

Αυτά τα κόκκινα σημάδια
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους,
μπορεί να 'ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα,
που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν
πριν σβήσουν και ο θάνατος είναι πιο κοντά.
Έξω απ' τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών,
και το σφύριγμα του τρένου.
Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως
σ' έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες,
σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση,
γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος,
βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης,
χαμογελάμε.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Χαμογελάμε κατά μέσα.
Αυτό το χαμόγελο,
το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο,
όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος,
παράνομη και η αλήθεια.
Κρύβουμε το χαμόγελο,
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας,
τη φωτογραφία της αγαπημένης μας,
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς,
ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό
και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν.
Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό,
δεν μπορούν να μας τα πάρουν.



Κι όχι να πείτε
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Προλογίζει ο ποιητής.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια, φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους. Πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος, μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα, δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό. Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων, μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία. Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν, να πουν:" Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο". Εμείς το δίκιο το 'χουμε μαζί μας και το ξέρουμε. Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις. Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια, στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής. Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ' το φόβο και πάνω απ' τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγγές γωνιές της νύχτας, στις διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος. Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα, γραμμένα στο κουτί των τσιγάρων ή σ' ένα τόσο δα χαρτί κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα του σακακιού μας. Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ' το θάνατο. Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα. Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα τα απλά λόγια, από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε...

Κι όχι να πείτε που 'κανα και τίποτα σπουδαίο, (δις)
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα στον ίδιο τοίχο π' ακουμπήσατε. (δις)
Κι όχι να πείτε που 'κανα και τίποτα σπουδαίο, (δις)
μόνο που φόρεσα τις ίδιες χειροπέδες που φορέσατε. (δις)
Κι όχι να πείτε που 'κανα και τίποτα σπουδαίο, (δις)
μόνο που πόνεσα μαζί σας κι ονειρεύτηκα μαζί σας. (δις)
Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες και με βρήκες σύντροφε. (δις)

Κι έρχομαι μονάχα να σ’ αγκαλιάσω
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Τάνια Τσανακλίδου

Κι έρχομαι μοναχά να σ' αγκαλιάσω και να κλάψω αδελφέ μου,
όπως ο ερωτευμένος που γυρνάει από χρόνια στην καλή του,
και μ' ένα του φιλί,
της λέει όλα τα χρόνια που περίμενε,
κι όλα τα χρόνια που τους περιμένουν,
πέρα απ' το φιλί τους.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι, που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά, που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους, για τον πεινασμένο ήλιο, για τον κόσμο-ναι για όλο τον κόσμο ένα φτωχό, καπνισμένο μαυρισμένο τσουκάλι, που κάνει καλά τη δουλειά του. Και τούτο το τσουκάλι βράζει, βράζει τραγουδώντας.


Τούτες τις μέρες
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει,
μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος

Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους

Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή
και την απόσταση
Η ανάσα τους είν' ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
Κουβεντιάζουν και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της
κι ακούει

Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει,
μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος


Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους




Λοιπόν παιδιά μου
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Τάνια Τσανακλίδου

Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη να ταιριάζει
στο μπόι της λευτεριάς. ( Χ2 )
Μήτε πιο ψηλή μήτε πιο κοντή. ( Χ2 )
Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη
να ταιριάζει στο μπόι της λευτεριάς.
Το περίσσιο είναι ψεύτικο,
το λιγοστό είναι ντροπαλό
κι εγώ δεν το ‘χω σκοπό
να καμαρώσω
για τίποτα πιότερο,
για τίποτα λιγότερο
από άνθρωπος.
Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη να ταιριάζει
στο μπόι της λευτεριάς.
Θα βρούμε το τραγούδι μας, ( Χ2 )
καλά πάμε, ( Χ2 )
θα βρούμε το τραγούδι μας.
Λοιπόν παιδιά μου συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη
να ταιριάζει στο μπόι της λευτεριάς. ( Χ2 )




Εδώ είναι το φως το αδελφικό
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα,
ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας
πάνω από τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
που τρέχει σαν ποτάμι
δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε
ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε,
το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.


Αυτοί που περιμένουν

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Έπεσε ο άνεμος, σιωπή.
Στη γωνιά της κάμαρας, ένα αλέτρι συλλογισμένο, περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά, το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο, είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί, είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι, κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών, φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας, τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές, που διασχίζουν το μέλλον. Κι η καρδιά μου εμένα, τίποτα πιότερο συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι, που κάνει καλά τη δουλειά του.

Έχεις ακόμα να κλάψεις πολύ

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Ρίτσος
Τώρα το δέντρο σε κοιτάει κατάματα μέσα απ' τα φύλλα του,
η ρίζα σου δείχνει όλο το δρόμο της,
εσύ κοιτάς κατάματα τον κόσμο δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.
Τα χέρια σου είναι καθαρά,
πλυμένα με το χοντρό σαπούνι του ήλιου,
τα χέρια σου τ' αφήνεις στο συντροφικό τραπέζι ξέσκεπα,
τα εμπιστεύεσαι στα χέρια των συντρόφων σου.
Η κίνησή τους είναι απλή, γεμάτη ακρίβεια.
Κι όταν ακόμη βγάζεις μια τρίχα απ' το σακάκι του φίλου σου,
είναι σαν να βγάζεις ένα φύλλο απ' το ημερολόγιο επιταχύνοντας το ρυθμό του κόσμου.
Μ' όλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.