δημιουργική … γραφή

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Κ. Κρυστάλλης, Ηλιοβασίλεμα

Κ. Κρυστάλλη, Ηλιοβασίλεμα



Πίσω ἀπὸ μακρινὲς κορφὲς ὁ ἥλιος βασιλεύει
καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ σύνορα χίλιες βαφὲς ἀλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ὁλόχρυσες, γαλάζιες
κι ἀνάμεσά τους σκάει λαμπρὸς λαμπρὸς ὁ Ἀποσπερίτης.
Τὴν πύρα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν σβηεῖ γλυκὸ ἀγεράκι,
ποὺ κατεβάζουν τὰ βουνά, ποὺ φέρνουν τ’ ἀκρογιάλια.
Ἀνάρια τὰ κλωνάρια του κουνάει ὁ γερο-πεῦκος
καὶ πίνει καὶ ρουφάει δροσιὰ κι ἀχολογάει καὶ τρίζει.
῾Η βρύση ἡ χορταρόστρωτη δροσίζει τὰ λουλούδια
καὶ μ’ ἀλαφρὸ μουρμουρητὸ γλυκὰ τὰ νανουρίζει·
θολώνει πέρα ἡ θάλασσα, τὰ ριζοβούνια ἰσκιώνουν,
τὰ ζάλογγα μαυρολογοῦν, σκύβουν τὰ φρύδια οἱ βράχοι
κι οἱ κάμποι γύρω οἱ ἁπλωτοὶ πράσινο πέλαο μοιάζουν.

Ἀπόξω, ἀπὸ τὰ ὀργώματα, γυρνοῦνε οἱ ζευγολάτες,
ἡλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, ἀποκαμωμένοι,
μὲ τοὺς ζυγούς, μὲ τὰ βαριὰ τ’ ἀλέτρια φορτωμένοι
καὶ σαλαγοῦν ἀπὸ μπροστὰ τὰ δυὸ καματερά τους,
τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τραχηλάτα.
- ᾽Οώ, φωνάζοντας, ὀώ! Μελισσινέ, Λαμπίρη.
Κι ἀργά τά βόιδια περπατοῦν καὶ ποὺ καὶ ποὺ μουγκρίζουν.
Γυρνοῦνε ἀπὸ τᾶ ἔργα τους οἱ λυγερές, γυρνοῦνε
μὲ τὰ ζαλίκια ἀπ’ τὴ λογγιά, μὲ τὰ σκουτιὰ ἀπ’ τὸ πλύμα,
μὲ τὶς πλατιές των τὶς ποδιὲς σφογγίζοντας τὸν ἵδρο.
Καὶ σ’ ὅποιο δέντρο κι ἂν σταθοῦν, σ᾽ ὅποιο κοντρὶ ἀκουμπήσουν
εἰς τὸ μουρμούρι τοῦ κλαριοῦ, εἰς τὴ θωριὰ τοῦ βράχου
γλυκὸ γλυκὸ καὶ πρόσχαρο χαιρετισμὸ ξανοίγουν:
- Γειὰ καὶ χαρὰ στὸν κόσμο μας, στὸν ὄμορφό μας κόσμο!

Σὰν τὸ ζαρκάδι ὁ νιὸς βοσκὸς ξετρέχει τὴν κοπὴ του·
σουρίζει, σαλαγάει, « ὄι ὄι » καὶ τήνε ροβολάει
ἀπὸ τὰ πλάγια στὸ μαντρί, στὴ στρούγγα γιὰ ν’ ἀρμέξη
ἀπὸ στεφάνι, ἀπὸ γκρεμό, ἀπὸ ραϊδιὸ καὶ λόγγο
Καὶ τοῦ γιδάρη ἡ σαλαγὴ στριγγιὰ στριγγιὰ γρικιέται
τ’ ἀνάποδο κοπάδι του « τσάπ, τσάπ! ἔι, ἔι! » βαρώντας.
Κι ἀχολογοῦν βελάσματα κι ἀχολογοῦν κουδούνια.
Ἀπὸ μακριά, ἀχ τὸ βουκολιό, ἀκούγεται φλογέρα.
Κάπου βροντάει μιὰ τουφεκιὰ ἢ κυνηγοῦ ἢ δραγάτη
καὶ κάπου κάπου ὁ ἀντίλαλος βραχνὸ τραγούδι φέρνει
τοῦ ἀλογολάτη, τοῦ βαλμᾶ, ὁποὺ γυρνάει κι ἐκεῖνος.
Τοῦ κάμπου τ’ ἄγρια τὰ πουλιὰ γυρνοῦν ἀπ’ τὶς βοσκές τους
καὶ μ’ ἄμετρους κελαηδισμοὺς μὲς τὰ δεντρὰ κουρνιάζουν··
σκαλώνει ὁ γκιώνης στὸ κλαρὶ καὶ κλαίει τὸν ἀδερφό του.
Στὰ ρέπια, στὰ χαλάσματα ἡ κουκουβάγια σκούζει·
μέσα σὲ αὐλάκι, σὲ βαρκό, λαλεῖ ἡ νεροχελώνα,
τ’ ἀηδόνι κρύβεται βαθιὰ στ’ ἀγκαθερὰ τὰ βάτα
καὶ τὴ ζωή του τραγουδάει μὲ τὸ γλυκὸ σκοπό του·
κι ἡ νυχτερίδα ἡ μάγισσα, μὲ τὸ φτερούγισμά της,
τὸ γρήγορο καὶ τὸ τρελό, σχίζει τὰ σκότα ἀπάνου
καὶ μὲ τὰ ὁλόχαρα παιδιὰ τοῦ ζευγολάτη παίζει

Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τὴ ζωή σας,
τὴν ἁπλοϊκή σας τὴ ζωή, πόχει περίσσιες χάρες.
Μὰ πλιὸ πολὺ τὸ μαγικὸ ζηλεύω γυρισμό σας,
ὅντας ἡ μέρα σώνεται καὶ βασιλεύει ὁ ἥλιος.




Nelly's, Hπειρώτισσες στις θημωνιές. Ήπειρος. Γύρω στα 1930. 
Φωτογραφικά Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.


Βαφιαδάκης, Γεώργιος. Οκτωνιά (Εύβοια). Γυναίκες στο πλύσιμο,1931. Ψηφιακό αρχείο ΕΛΙΑ


Βαφιαδάκης, Γεώργιος. Ζευγολάτης στο όργωμα. Θράκη.Ψηφιακό αρχείο ΕΛΙΑ


Κρήτη. Όργωμα με ξύλινο αλέτρι (ησιόδειο άροτρο)
Πηγή: https://www.cretanmagazine.gr/orgoma-me-xylino-aletri-isiodio-arotro/




Λευκάδα. Κουβαλώντας νερό από τη βρύση





Θεόφιλος, Βλάχα Σαρακατσάνα. Οι απότομοι βράχοι στα μετέωρα μοναστήρια στην Καλαμπάκα, 1927 



Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, συγκομιδή. 1925-1930. Ιδιωτική Συλλογή.


Βούλα Παπαϊωάννου, Θερισμός. Λιβαδειά. 1946. 
Φωτογραφικά Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη


Άσκηση

Για ποιον λόγο, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής από όλες τις ώρες της ημέρας επιλέγει να γράψει για το ηλιοβασίλεμα; 

Πώς δικαιολογείτε την τελευταία στροφή του ποιήματος, που δεν υπάρχει στο σχολικό σας εγχειρίδιο;  Η φωνή του αφηγητή σε μια "αποστροφή"  του λόγου απευθύνεται στους «χωριανούς».  Να αιτιολογήσετε το περιεχόμενο αυτής της "αποστροφής" με βάση τις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος. Εάν λάβετε υπόψη σας το φωτογραφικό υλικό και την προσωπική σας εμπειρία, θα συμφωνήσετε με τον αφηγητή; 

Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τὴ ζωή σας,

τὴν ἁπλοϊκή σας τὴ ζωή, πόχει περίσσιες χάρες.

Μὰ πλιὸ πολὺ τὸ μαγικὸ ζηλεύω γυρισμό σας,

ὅντας ἡ μέρα σώνεται καὶ βασιλεύει ὁ ἥλιος.


Άσκηση δημιουργικής γραφής

Επιχειρήστε  να διατυπώσετε τις σκέψεις κάποιου από τους τύπους ανθρώπου που παρουσιάζονται στο ποίημα σε ένα διαλογικό κείμενο με τον αφηγητή. Ο αφηγητής μέσα από το διάλογο εκφράζει κι αυτός τις δικές του σκέψεις.



1 σχόλιο:

ZAK είπε...

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλιου του Μιχάλη Κατσαρού ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, την Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018,ωρα 8.00, στο POLIS ART CAFÉ, Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου, Τηλ.210-3245988
_____________________________________________________________________
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του ελευθεριακού ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ προχώρησαν στην έκδοση του βιβλίου «ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ» .Το βιβλίο αυτό, σε επιμέλεια Άρη Μαραγκόπουλου, περιλαμβάνει όλο το έργο της πρώτης συγγραφικής περιόδου του ποιητή, δηλαδή τις συλλογές ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, ΟΡΟΠΕΔΙΟ και ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ καθώς και για πρώτη φορά ΑΝΕΚΔΟΤΑ, ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΚΑΙ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ποιήματα από την ίδια εποχή, δηλαδή από τα χρόνια της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και των κατοπινών χρόνων, μέχρι και το 1957.
Στο πρώτο μέρος του μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει ποιήματα διάσημα όπως τη Διαθήκη με το Αντισταθείτε και το «Ελευθερία Ανάπηρη πάλι σου τάζουν» ή το «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Το δεύτερο μέρος του τόμου, έχει άγνωστα ποιήματα, με την ίδια θεματολογία αλλά και παλιότερα , των ηρωικών εποχών, όπως αυτό, γραμμένο για (κι επάνω στα ) οδοφράγματα των Δεκεμβριανών:
Έφοδος
Δέσαμε την καρδιά μας στο οδόφραγμα.
Κι η σιωπή της νύχτας λαγοκοιμότανε.

Μετρήσαμε τα δένδρα τ’ ασάλευτα
στην ατέλειωτη λεωφόρο.

Κι άχνιζεν η ανάσα μας προσμένοντας
έσταζε το μολύβι απ’ την καρδιά μας
κι ακούγαμε τελεύοντας τον ήχο του στην άσφαλτο.

Κι όπου τα ξημερώματα λύθηκαν τ’ αγριοπούλια
που προσμένανε το μήνυμα της έφοδος.

Χτύπησαν τις φτερούγες αλαλάζοντας
στη φωτεινή γραμμή χωρίς θάνατο

Πήρανε την κορφή τ’ Ολύμπου την ασάλευτη
και παίξανε στη μάχη το τραγούδι.

Και προσπεράσαμε τα πεθαμένα δέντρα που δεν έγνεφαν

Και προσπεράσαμε τα μολυβένια στρατιωτάκια
π’ απορήσανε για τον άνεμο.

Έσκαζε ο ήλιος στήνοντας το λάβαρό μας
δύο τετράγωνα πιο μπρος από τα χτες...
…………………………………………………………………………………
Ή όπως αυτό, που το έγραψε σένα πακέτο από τσιγάρα αμέσως μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη:


Με το λάβαρό σου
Με το λάβαρό σου
το κοντάρι σπασμένο
προσπαθείς ν’ ανεβείς τα σκαλιά.

Τα πλήθη κάτω–
κάτω από σε
λουφασμένα στον ίσκιο
ή καθισμένα αδιάφορα σε μια πέτρα
σκύβουν όλο και σκύβουν
κι άξαφνα ανάβουν οι πυρκαγιές
–η δικιά σου φωτιά
του ανθρώπου με το γαρίφαλο
και του άλλου.

Κι άξαφνα
ακούγεται μια φωνή
κι ύστερα πάλι σωπαίνουν
κι εσύ στα σκαλιά
εσύ τη σημαία κυματίζεις για λίγο.

Μετά περνάνε καμιόνια
αυτοκίνητα, υπηρεσιακά έγγραφα,
πυροβολικό, στρατιώτες,
περνάνε εργάτες που έχασαν
το σαββατόβραδο
κι άλλα σπουδαία.
Σε περιμένω.

Και αυτό, για τους μεγάλους «Ηγέτες» :

Στην όρχηση
Στους ήχους
Στα κρουστά
Πρώτος ο Μάγος Ισκαβάντι.
Τέλειος εις όλα.
Εις την φρουράν
Εις το μαστίγιον
Υψούτο με το τραχύ βλέμμα του
Ως τίγρης πάνω από τα πλήθη του λαού Γιαμά – Σι – Εν.
Παράδειγμα προς νέους
Σε χίλιους αιώνας εις όλην την Ασίαν.

Μόνον Που έπασχε από νόσον άγνωστον των οφθαλμών
Κανείς όμως δεν το γνώριζεν

Κι έτσι ευτυχούσε