Μελετώντας το κείμενου του Ερωτόκριτου από τα αποσπάσματα του σχολικού μας εγχειριδίου παίρνουμε μια αποσπασματική μόνο εικόνα για το σύνολο του μακροσκελούς αυτού έργου που σημάδεψε την περίοδο ακμής της κρητικής λογοτεχνίας και μαζί με το εικαστικό έργο του Δ. Θεοτοκόπουλο θεωρείται από πολούς ως κορυφαίο δείγμα της εποχής του.
Έχουμε στη διάθεσή μας και ηλεκτρονικά το σύνολο του έργου για να δούμε τον τρόπο με τον οποίο ο Β. Κορνάρος αρχίζει τη διήγησή του και - όσοι έχουν τη διάθεση- μπορούν να διαβάσουν τι έχει προηγηθεί των αποσπασμάτων που μελετάμε.
Το κείμενό αγαπήθηκε πολύ και έχουμε μελοποιήσεις και αποδόσεις του με τραγούδι και απαγγελία τόσο από λαϊκούς κρητικούς τραγουδιστές όσο και από σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης μουσικής και του θεάτρου μας.
Ο Μ. Κατράκης τραγουδά τους εισαγωγικούς στίχους του έργου
Ο Ν. Ξυλούρης τραγουδά τον πόνο του Ερωτόκριτου για την εξορία του όταν αναγγέλει "τα θλιβερά μαντάτα" στην Αρετούσα.
και η Αρετούσα εκφράζει το παράπονό της με τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου
και ορκίζεται για την αγάπη της σε απόδοση της Λ. Καλημέρη
Οι πρωταγωνιστές του Ερωτόκριτου ενέπνευσαν και άλλα έργα από μεταγενέστερους ή και σύγχρονούς μας δημιουργούς.
Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος τους απεικονίζει ως ερωτευμένο ζευγάρι
το θέμα αποδίδει και ο Γ. Τσαρούχης
και απεικονίσεις σχετικές με το έργο βρίσκουμε σε παλιότερες χειρόγραφες εκδόσεις
(ρουμάνικο χειρόγραφο του 1878)
(χειρόγραφο του 1710)
Η αξία του Ερωτόκριτου αναγνωρίστηκε και από σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, όπως ο Γ. Σεφέρης
"Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, όπου, χωρίς να λογαριάσει κανείς τα τυπογραφικά λάθη, ο εκδότης παίρνει την άδεια να αλλάζει κάθε λέξη όπως του αρέσει· μ’ ένα εξώφυλλο χρώμα κουφέτου, είτε τριανταφυλλί, είτε φυστικί – μ’ αυτή την όψη κυκλοφορούσε, από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο Ερωτόκριτος, “ποίημα ερωτικών (το ον με με ωμέγα στο αντίτυπό μου), συνταχθέν παρά Βικεντίου Κορνάρου, του εκ της Σιτίας χώρας, εν τη νήσω της Κρήτης”. Κυκλοφορούσε ανάμεσα στις ταπεινές τάξεις, στα νησιά, στις επαρχίες του ελλαδικού κράτους, στις μεγάλες μητροπόλεις του Έθνους. Τις περισσότερες φορές το πουλούσαν γυρολόγοι. Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: “Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!…” Την εποχή εκείνη οι άθλιες αυτές εκδόσεις με γοητεύανε. Στο ξώφυλλο ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ’ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ’ το θώρακα, έχοντας πίσω του ένα αχαμνό βυζαντινό περιστύλιο, το σκουτάρι και το κοντάρι αεροκρέμαστα ανάμεσα στις κολόνες. Ήταν για μένα η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδερφός. Αν με ρωτούσαν, δε θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον ένα από τον άλλον, όπως, το ίδιο, δε θα μπορούσα να βρω τίποτα που να ξεχωρίζει την Αρετούσα από τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου. Κι οι δυο γυναίκες βασανίζονταν από μια μεγάλη στέρηση. Τι είδους στέρηση ήταν αυτή, δεν μπορούσα τότε να το καταλάβω. Καταλάβαινα όμως πως ήταν αρκετή για να τις πολιτογραφήσει στον κόσμο που με τριγυρνούσε. Κι αυτός ο κόσμος -άνθρωποι του αμπελιού και της θάλασσας- βασανιζότανε, καθώς έβλεπα, από μια μεγάλη στέρηση· αργότερα έμαθα πως ήταν η στέρηση της ελευθερίας."
....
Ο Ερωτόκριτος είναι ένα πολύ μακρύ ποίημα. Έχει δέκα χιλιάδες πενήντα δύο στίχους. Και όμως είναι ποίημα χωρίς ρητορεία. Κάποτε, πραγματικά τραβάει του μάκρους. Αλλά το μάκρος δεν οφείλεται στην επισώρευση λέξεων ή φράσεων χωρίς περιεχόμενο, που είναι μονάχα θόρυβος, μήτε σε ρηματικές υπερβασίες του αντικειμένου που έχει να εκφράσει ο ποιητής. Οφείλεται στις επαναλήψεις που, καθώς νομίζω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει. Λέω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει, γιατί έχω την εντύπωση ότι αυτές οι επαναλήψεις γίνουνται “κατ’ απαίτησιν του κοινού”. Είναι με κάποιο τρόπο “μπιζαρίσματα”. (…) Για τους πρώτους αναγνώστες, το διάβασμα ή το άκουσμα ενός ποιήματος σαν τον Ερωτόκριτο ήτανε μια γοητεία· και η γοητεία αρέσκεται στην επανάληψη· είναι η ίδια φύση με την μαγική επωδό. Μια γοητεία που έπρεπε να κρατήσει πολλές βραδιές, ίσως τις βραδιές ενός ολόκληρου χειμώνα. Όταν τέλειωνε το ποίημα, το ξαναπαίρναν από την αρχή· στο τέλος το μάθαιναν απ’ έξω. Η επανάληψη, κοιταγμένη από αυτή την πλευρά, μοιάζει να είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Ήτανε μέσα στην ψυχή του ακροατή ή του αναγνώστη, που την περίμεναν, προτού μιλήσει ο ποιητής. Και ο ποιητής την εποχή εκείνη δεν ήταν, όπως οι σημερινοί, χωρισμένος από το κοινό του, ήτανε σύμφωνος με τους άλλους ανθρώπους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΔΟΚΙΜΕΣ Α’ ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου