δημιουργική … γραφή

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Ιστορία για το δίσκο της Φαιστού




Κάποτε ήταν μία γυναίκα που ήθελε να φτιάξει τον κήπο της. Παίρνει λοιπόν το φτυάρι της και πλησιάζει το αγαπημένο της λουλούδι. Αρχίζει να το τσουγκρανίζει, αλλά σύντομα βαριέται και πάει να φάει.

Όταν γυρίζει ο άντρας από τον στρατό βλέπει το λουλούδι και αρχίζει να το σκαλίζει. Μόλις τελείωσε πήγε στη μηλιά που είχαν και της έκοψε τα περιττά κλαδιά. Μετά πήγε να ποτίσει το λουλούδι και ύστερα πήγε να φάει. Ενώ έτρωγε έλεγε στη γυναίκα του τα νέα του στρατού. Της είπε για ένα πουλί που πήρε το φαγητό τους, για έναν αετό που πήγε και κάθισε στα κλαδιά του δέντρου δίπλα στη σκηνή του στρατηγού τους και του πήρε το κράνος και μετά είπε πως το κρέας ήταν παραβρασμένο και άνοστο μα πως ήταν καλύτερο από το ωμό κρέας του στρατού. Και τότε η γυναίκα του του είπε πως έκανε κρύο και να αφήσει το κρέας του για το πρωί.

Έτσι έκανε και ο στρατιώτης. Και πήγε να κλείσει το παράθυρο να μην μπει ένα κοράκι που παραμόνευε απ’ έξω για να πάρει το φαγητό του. Ύστερα βγήκε στον κήπο και μάζεψε τα εργαλεία του και τα ακόντιά του, καθώς και την μπέρτα του που τη φορούσε στο στρατό. Μα είχε ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή και μπήκε ο κόρακας και του πήρε το φαγητό. Θυμωμένος αυτός πήρε ένα καλάθι και πήγα να ψαρέψει. Μόλις γύρισε πήγε και φρόντισε ον κήπο του, ενώ η γυναίκα του μαγείρευε το ψάρι που είχε πιάσει ο στρατιώτης. Και να σου πάλι το κοράκι και πήρε το ψάρι. Η γυναίκα το είπε στον άντρα που πήρε το κοντάρι του και πήγε να το βρει. Όμως δεν το βρήκε και γύρισε για να φροντίσει τον κήπο του και να φτιάξει μια ωραιότατη σαλάτα. Όμως ο κόρακας ήρθε πάλι, αλλά έφυγε με άδεια χέρια, γιατί ο στρατιώτης του πέταξε το καλάθι με το οποίο είχε πιάσει το ψάρι και τρόμαξε αυτό και δεν ξανάρθε. Και συνέχισε ήρεμος να σκαλίζει τα φυτά του. Κάποια στιγμή τον φώναξε η γυναίκα του και πήγε να φάει. Και αυτήν τη φορά δεν ήρθε ο κόρακας να τους πάρει το φαγητό.

Μόλις τελείωσαν, η γυναίκα καθάριζε το σπίτι και ο άντρας τον κήπο. Αφού αποθήκευσαν ότι περίσσεψε από το φαγητό και τη σαλάτα πήγαν στο δωμάτιο τους για να κοιμηθούν. Και ο άντρας έβλεπε στο όνειρό του πως η θάλασσα τους κατάπιε και πως μαράθηκε η ντοματιά τους και δεν είχαν φαγητό. Και φοβόντουσαν μην πνιγούνε ή μήπως πεθάνουν από την πείνα. Και ήρθε μετά ο κόρακας και τους έφερε μια ντομάτα να τη φάνε. Και κάθε μέρα τους έφερνε φαγητό και στο τέλος δεν πεινούσαν πια. Και τότε ξύπνησε και μέσα σε λίγα λεπτά ξανακοιμήθηκε.

Και το πρωί δε θυμόταν τίποτα από το όνειρο.

Νεφέλη Γαρούφη

Δεν υπάρχουν σχόλια: